- περίγραφος
- ὁ, Α [περιγράφω]μολύβι κατάλληλο για να τραβά κανείς γραμμές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγράφιον — τὸ, Α [περίγραφος] περίγραφος* … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ιδιοπερίγραφος — ἰδιοπερίγραφος, ον (Μ) αυτός που περιγράφεται με ακρίβεια («ἰδιοπερίγραφον πρόσωπον», Στουδ. Θεόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + περίγραφος] … Dictionary of Greek